Η Ελληνική και egó... ή Ιχ ουντ Ντεϊτσλαντ;


Ω, αποφάσισα να γράψω και δύο κουβεντούλες στα ελληνικά και μάλιστα θα το διατηρήσω, αν και από μικρό παιδί συνήθιζα να χρησιμοποιώ κατά γενική ομολογία την γερμανική σε κάθε περίσταση: Οι γονείς μου από τότε είχαν αγανακτήσει. Στο νηπιαγωγείο οι δασκάλες "θαύμαζαν" το γεγονός ότι ένα Ελληνόπουλο, με δύο Έλληνες γονείς, έχει αφομοιώσει τόσο καλά την γερμανική. Όταν άλλα παιδιά από Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία ή Πολωνία απαντούσαν στην γλώσσα τους, εγώ ο Καπετάν φασαρίας, απαντούσα γερμανικά. Οι γονείς μου αγανακτούσαν στο σπίτι και θυμάμαι πως ο πατέρας μου είχε επιβάλλει ακόμη και τιμωρίες. Το 1990 οι γονείς μου, κάτω από την πίεση δασκάλων και της Ελληνικής Κοινότητας, που φοβόντουσαν την πιθανότητα να μην συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός των 16 μαθητών, με «έστειλαν» κυριολεκτικά στο σχολείο. Μόλις είχα συμπληρώσει το πέμπτο έτος της ηλικίας μου και οι γερμανοί διευθυντές και οι δάσκαλοι του δημοτικού φυσικά είχαν τις ενστάσεις τους. «Είναι δυνατόν ένα παιδί που ακόμη ονειρεύεται το παιχνίδι να έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και να αφιερώσει τον χρόνο του στην αλφάβητο, την αριθμητική και την ανάπτυξη του λεξιλογίου;». Όταν αρκετά χρόνια αργότερα θα βραβευτώ από το σχολείο για τις «εξαιρετικές επιδόσεις» μου, μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά, ο Γερμανός διευθυντής σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση θα ομολογήσει πως ποτέ δεν φανταζόταν την εξέλιξη μου. Κάθε αρχή και δύσκολη. Όταν η κυρία Π. μιλούσε ή ρωτούσε ελληνικά, εγώ απαντούσε με θράσος γερμανικά, λες και ήταν εντελώς φυσιολογικό. Νευρίαζε, κοκκίνιζε και με σταθερή – σχεδόν στρατιωτική φωνή έλεγε: «ΕΔΩ ΜΙΛΑΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕ». Ενισχυτικά μαθήματα στο σπίτι από την μαμά, που επέστρεφε «ψόφια» από το εργοστάσιο, η φροντίδα των γονέων μου εν γένει σε συνδυασμό με τις διάφορες πρακτικές που χρησιμοποίησαν, τελικώς είχαν ως αποτέλεσμα να «καταλάβω» το παιχνίδι. Μιλούσα Ελληνικά στις ώρες ελληνικής διδασκαλίας, ενώ γερμανικά στις ώρες της γερμανικής, στο σπίτι είχαμε κόψει εντελώς τα γερμανικά, όχι ότι μιλούσαμε ποτέ, αλλά λέμε τώρα. Όταν τελείωσα με το γυμνάσιο, το ένστικτο με οδήγησε στο ελληνικό Λύκειο. Ήξερα πως οι γονείς μου πρέσβευαν σε μία ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα, με μελλοντικό επαναπατρισμό και σχέδια για «ζωή στο χωριό». Το Λύκειο υπήρξε 80 χλμ. από το σπίτι μου, την πόλη όπου διέμενα. Η επιλογή του τρένου ή του λεωφορείου υπήρξε μάλλον πάντα ουτοπική. Δεκάδες ώρες στο σχολείο, ώρες ολόκληρες στα τρένα: «πότε θα διαβάζει αυτό το παιδί;». Η λύση βρέθηκε σε ένα γερμανικό καθολικό ίδρυμα, όπου η είσοδος ενός «ξένου» υπήρξε προβληματική. Ο διευθυντής του ιδρύματος, ένας καθολικός παπάς, φιλέλληνας με σπουδές στην αρχαία ελληνική γλώσσα και ιστορία, αρνήθηκε αρχικώς, εντυπωσιάστηκε στην συνέχεια.
Στο ίδρυμα έκανα τις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωής μου, γνώρισα την πραγματική φιλία και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τους «ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ». Τον τρόπο σκέψης τους, να εξελίσσω την γλώσσα τους, να μάθω πράγματα για τον τρόπο ζωής τους και να γίνω το καλύτερο παράδειγμα «Immigration - Integration» στην Γερμανία. Οι περισσότεροι Έλληνες και ξένοι γενικώς, έχουν ελάχιστες επαφές με τους ντόπιους, δεδομένου ότι ζουν σε κλειστές κοινωνικές ομάδες. Το πρωί μάθαινα στο λύκειο για Αριστοτέλη, Θουκυδίδη, το Δίκαιο της Ελλάδος και το απόγευμα βρισκόμουν στο σαλόνι και άκουγα, ενώ συμμετείχα στις συζητήσεις για τα σύγχρονα προβλήματα της Γερμανίας και τους προβληματισμούς των νέων εκεί.
Η γερμανική γλώσσα και η σχέση μου μαζί της, ήταν έντονη και υπαρκτή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Η σχέση μου με την Γερμανία παραμένει έντονη, χωρίς να σημαίνει πως η Ελληνική γλώσσα ή η Ελλάδα έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Αγαπώ και τις δύο χώρες και θεωρώ πως είμαι ιδιαίτερα τυχερός που συνεχίζω να κρατώ επαφές και με τις δύο.

0 Kommentare: